Πριαπίσκος

Πριαπίσκος
Πρῐαπ-ίσκος, , Dim. of Πρίαπος,
A dilator or suppository for the anus, Heliod. ap. Orib.44.23.72,44.14.7.
2 perineal peg, in the Hippocratic bench, Ruf. (or Heliod.) ap.Orib.49.26.6.
3 plug for the nose, Heraclid. Tar. ap. Gal.12.692.
II = σατύριον, Ps.-Dsc.3.126, 128 (called priapisce, Gloss.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πριαπίσκος — dilator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριαπίσκος — ὁ, Α 1. διαστολέας ή υπόθετο τού πρωκτού 2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια 3. περινεϊκός γόμφος 4. το φυτό σατύριον* 5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο 6. μικρό ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • Πριαπίσκοι — Πριαπίσκος dilator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πριαπίσκον — Πριαπίσκος dilator masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πριαπίσκου — Πριαπίσκος dilator masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πριαπίσκων — Πριαπίσκος dilator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πριαπίσκῳ — Πριαπίσκος dilator masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριαπισκωτός — ή, όν, Α ο κατασκευασμένος σε σχήμα πριαπίσκου, μικρού ανδρικού μορίου, ο όμοιος με ανδρικό αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίσκος + κατάλ. ωτός (πρβλ. λογχ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”